- παγχρόνιος
- παγχρόνιος, -ον (Α)αυτός που διαρκεί καθ' όλο το χρόνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + χρόνιος (< χρόνος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παγχρόνιον — παγχρόνιος persisting throughout all time masc/fem acc sg παγχρόνιος persisting throughout all time neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγχρονία — η γλωσσ. όρος που αναφέρεται στη συνδυαστική, διαχρονική και συγχρονική θεώρηση τής γλώσσας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. panchronie (< παγχρόνιος)] … Dictionary of Greek
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek